ακούρντιστος

ακούρντιστος
η , ο
1) ненастроенный, неналаженный (о музыкальном инструменте); 2) незаведённый (о часах, игрушках); 3) перен. не доведённый до раздражения, не выведенный из себя (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ακούρντιστος" в других словарях:

  • ακούρδιστος — ακούρδιστος, η, ο και ακούρντιστος, η, ο 1. (για μουσικά όργανα), εκείνος που δεν έχει τις χορδές τεντωμένες αρμονικά: Το πιάνο είναι ακούρδιστο, γι αυτό δεν αποδίνει. 2. (για ρολόγια), εκείνος που δεν έχει συσπειρωμένο το ελατήριο: Το ρολόι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκουρντίζω — ξεκούρντισα, ξεκουρντίστηκα, ξεκουρντισμένος 1. μτβ., αποδυναμώνω μηχανισμό, χαλαρώνω χορδή κτλ.: Το ξεκούρντισες το πιάνο. 2. το μέσ., ξεκουρντισμένος παύω να είμαι κουρντισμένος, μένω ακούρντιστος: Ξεκουρντίστηκε το ρολόι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκούρντιστος — η, ο αυτός που δεν είναι κουρντισμένος, ο ακούρντιστος: Άφησε το ρολόι ξεκούρντιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»